Stalkers

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2020

Γιορτές στην Ισπανία - Bonding και αλκοόλ


*κραααααακ κρουυυυκ κρικ*

Καλημέρα κόσμε, μόλις βγήκα από το συγγραφικό λήθαργο στον οποίο είχα πέσει κάτι μηνάκια. Θα το λέγαμε και χειμερία νάρκη. Άλλαξε και το έτος, χαμπάρι δεν πήρα βρε παιδιά, καλή χρονιά είπαμε; Να την πούμε. Το ταπεινό αυτό και λιγομίλητο μπλογκ σας εύχεται ολόψυχα υγεία και ελπίζει να περάσατε τις γιορτές αυτές με ζεστασιά και αγάπη.

Επιτρέψτε του να σας ευχηθεί και κάτι ακόμα:

Να έχετε πάντα την τύχη να δημιουργείται μια οικογένεια όπου και αν βρίσκεστε τα Χριστούγεννα, ακόμα και αν - ιδίως αν - είστε μακριά από την πραγματική σας οικογένεια. Όπως είχα την τύχη να μου συμβεί εμένα αυτές τις γιορτές.

Φέτος πήρα τη συνειδητή, υπό καμία οικονομική πίεση σας διαβεβαιώνω, απόφαση να περάσω τις γιορτές στην Ισπανία αντί να γυρίσω να δω δικούς και φίλους. Εντάξει, να λέμε του στραβού το δίκιο, θεώρησα σωστότερο να επενδύσω τα λεφτά μου σε εισιτήρια για Βαλένθια αντί για Αθήνα, πράγμα και το οποίο έκανα τον προηγούμενο μήνα, πράγμα και το οποίο μου έκανε ξεκάθαρο ότι το μόνο εισιτήριο που θα μπορέσω ξανά να αγοράσω θα είναι και το οριστικής (;) επιστροφής μου στα πάτρια. Η βαθύτερη αλήθεια όμως είναι ότι εξαρχής είχα σκεφτεί πως θέλω να ζήσω γιορτές λίγο εναλλακτικά. Πώς να είναι άραγε να περνάς Χριστούγεννα μακριά από οικογένεια και φίλους; Ανάμεσα σε ανθρώπους που γνώρισες μόλις πριν λίγους μήνες και το μόνο που σας δένει είναι ότι είπατε να κάνετε γιορτές σε μια ξένη χώρα μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή;

Θα σας πω εγώ πώς είναι...

...ΓΑΜΑΤΑ! (ο τόνος στο σημείο της επιλογής σας.)

Πρώτα από όλα, γιατί δεν είναι ακριβές το ότι δε σας ενώνει τίποτα άλλο από τα παραπάνω. Ήδη η όλη εμπειρία του Εράσμους αποτελεί ένα αόρατο πλέγμα, έναν μαγικό ιστό που θέλοντας και μη σας έχει δέσει, σας έχει κάνει να μιλάτε την ίδια γλώσσα και δεν εννοώ τα ισπανικά στην προκειμένη. Είναι οι αγωνίες, η αδημονία, η περιέργεια, η νέα και ακόμα μη βαρετή ρουτίνα, η όρεξη για πλησίασμα, οι γνώσεις που έχει ο καθένας αποκομίσει από το να ζει σε ένα νέο μέρος διαφορετικό από το δικό του, το άνοιγμα των ματιών και της ψυχής και του μυαλού, το άνοιγμα πολλών πορτών σε τόσες γωνιές της γης που ως τώρα δε γνώριζαν την ύπαρξή μας, τώρα όμως μας περιμένουν με χαρά να τις επισκεφτούμε.
Έπειτα, γιατί ακόμα κι αν είσαι από αυτούς που λατρεύουν τα Χριστούγεννα έχοντάς τα με συγκεκριμένο τρόπο προσχεδιασμένα, δεν παύει να είναι συναρπαστική η προοπτική του να μην κάνεις σχέδια μια φορά κι απλώς να αφεθείς στις συγκυρίες. Ένα κομμάτι της μαγείας τους άλλωστε έχει να κάνει με το να παρασύρεσαι απλώς από το κλίμα. Αν δηλαδή τα καταφέρνεις ακόμα (εγώ ομολογώ ότι τις περισσότερες φορές δυσκολεύομαι).

Κάπως έτσι αφέθηκα φέτος. Κανένα μεγαλεπήβολο πλάνο δεν κατάστρωσα εκ των προτέρων. Το μόνο που ήξερα είναι ότι οι περισσότεροι φίλοι μου θα φύγουν. Για καλή μου τύχη, έμεινε η Λούνα. Με τη Λούνα γνωριστήκαμε σε άσχετη φάση στη σχολή. Σπουδάζει κι αυτή ψυχολογία κι έρχεται από την Ελβετία, αν και οι γονείς της είναι από τη Βοσνία. Δεν είναι από τα πρώτα άτομα που έκανα παρέα εδώ, έτυχε όμως να ζευγαρώσουμε σε μια πρακτική (η οποία απαιτούσε role playing θεραπευτή - θεραπευόμενου, κι είπα να την εμπιστευτώ να μου "θεραπεύσει" τη φοβία που έχω για τα σκουλήκια, πλάκα είχε). Κάπως έτσι αρχίσαμε να κάνουμε παρέα, κυρίως στα πλαίσια της εργασίας που είχαμε αναλάβει.

Η φίλη πια και συνάδελφος κατά τύχη συγκατοικεί με δυο Έλληνες, τον Παντελή και τη Χρυσιάννα. Είναι οι μόνοι Έλληνες που έχω γνωρίσει εδώ, κι ευτυχώς είναι κι οι δυο αστέρια. Το φεγγάρι όμως είναι πραγματικά η Λούνα -όνομα και πράγμα! Πρόκειται για ένα πλάσμα γλυκύτατο που έχει μια μοναδική δύναμη να συνενώνει άτομα και να κάνει τον καθένα να νιώθει αποδεκτός. Δε θα ήταν υπερβολή να πω ότι ανέλαβε το ρόλο της διοργανώτριας, συντονίστριας, μητέρας και ολιστικής φροντίστριας για αυτές τις γιορτές, τόσο για μένα όσο και για την υπόλοιπη παρέα. Μια παρέα στην οποία κάπως χώθηκα σφήνα εγώ και η οποία έγινε η χριστουγεννιάτικη οικογένειά μου. Η οικογένεια αυτή φυσικά πολυπολιτισμική: ο Πέπε κι ο Ντιμπάου Ισπανοί, η Τζοάν Περουβιανή, η Μάρλα και ο guest star αδερφός της Γερμανογάλλοι, η Ιζαμπέλ Ολλανδή… κι εμείς.

Αφού έκλεισε η σχολή στις 20, οι πρώτες μέρες κύλησαν πάνω κάτω ως εξής: μπόλικος ύπνος, δουλειές στο σπίτι, τελευταίες έξοδοι κι αποχαιρετισμοί με τους συγκατοίκους μου… ΜΟΝΗ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ Ω ΘΕΟΙ. (Ακόμα αυτή τη στιγμή που μιλάμε έτσι έχει η κατάσταση, δεν ψήνονται να γυρίσουν μάλλον.) Και όταν χόρτασα λιγάκι μοναξιά, άρχισα να παρασιτώ στο σπίτι των παιδιών (στο εξής: Σπίτι) που είναι κέντρο καράκεντρο σε αντίθεση με το δικό μου. Οι επόμενες μέρες λοιπόν είχαν πάνω κάτω: μάζωξη Σπίτι για κρασιά και μπύρες, κάνα τάπας, φιέστα σε όποιο μέρος μας ερχόταν, χώματα τις πρώτες πρωινές ώρες και ύπνο. Χτίστηκε και μια ωραία συγκυρία, όταν ένας παλιός μου φίλος από την πρώτη σχολή, ο Χρήστος, ήρθε Γρανάδα για να επισκεφτεί την κοπέλα του Κατερίνα που κάνει επίσης εδώ πρακτική Εράσμους. Έτσι λοιπόν ενώθηκε ένα ακόμα κρικάκι στην παρέα.

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Σπίτι. Οι αλκοολικοί και οι δημιουργικοί είναι φίλοι μας.

Παραμονή Χριστουγέννων η φεγγαροθεά είχε ψαχτεί και αφού είδε ότι τα περισσότερα εστιατόρια θα ήταν κλειστά, μας κράτησε τραπέζι σε μια μαροκινή "τετερία" (παραδοσιακό μαγαζί για τσάι δηλαδή), στην αραβική γειτονιά της Γρανάδας, το Αλμπαϊθίν. Ρεβεγιόν με μαροκινή κουζίνα, τι πιο νορμάλ! Να παίζουν από πίσω ανατολίτικοι ρυθμοί, να τρώμε κους-κους και φαλάφελ και να πίνουμε περίεργα τσάγια. Για αλκοόλ ούτε λόγος, δεν υπήρχε καν στον κατάλογο. Αναπληρώσαμε όμως στο Σπίτι μετά. Στη συνέχεια κοπάνημα μέχρι πρωίας στο Booga, μια ντισκοτέκ που συνήθως φιλοξενεί jam sessions καλλιτεχνών από την πόλη ή ακόμα και απλών περαστικών, τότε όμως είχε απλώς πάρτυ και μπόλικο ενδιαφέροντα κόσμο.

Ανήμερα Χριστούγεννα υπερέβην τον εαυτό μου και αφού έφτιαξα σπίτι μου ένα παραδόξως παραπολυνόστιμο σουφλέ λαχανικών, το φόρτωσα στο Σπίτι και το ένωσα με τις υπόλοιπες μη χριστουγεννιάτικες λιχουδιές που είχαν φτιάξει το Φεγγάρι και ο Χρήστος με την Κατερίνα. Κι αφού περάσαμε από το Entresuelo για μια μπύρα (λίγο underground μαγαζί, στέκι των φαν της reggae με ό,τι αυτό συνεπάγεται), καταλήξαμε μόνες με τη Λουνίτα να τα πίνουμε στο Vogue.

Το Vogue το είχα δοκιμάσει λίγες μέρες νωρίτερα με τη μια μου συγκάτοικο. Είναι ένα indie rock κλαμπάκι, ζεστό και με μια συντριπτική αρσενική πλειοψηφία. Είναι δεδομένο σχεδόν ότι θα φύγεις από εκεί με μια, ίσως και δυο γνωριμίες παραπάνω. Και προς τιμήν τους, οι Ισπανοί, αν και δε διαφέρουν τόσο από τους Έλληνες, τουλάχιστον δεν είναι κολλημένοι στα κινητά τους όταν βρίσκονται στα κλαμπ. Χορεύουν και γνωρίζουν κόσμο. Ό,τι δηλαδή νοείται να κάνει ο κόσμος στα κλαμπ!

Εκείνη τη μέρα ήταν κάπως χαλαρό πάντως, τουλάχιστον στην αρχή. Ήπιαμε την μπυρίτσα μας και πιάσαμε κουβέντα λίγο υπαρξιακή. Με αυτή την κοπέλα πάει κάπως από φυσικού η κουβέντα σε πράγματα πιο βαθιά. Λίγο η συζήτηση, λίγο το αλκοόλ, λίγο το Χριστούγεννο, ένιωθα να συνδεόμαστε. Γυρνώντας Σπίτι το πρωί, έπιασα τον εαυτό μου να της αφηγείται μια ιστορία όχι τόσο παλιά κι όχι τόσο γλυκιά, από εκείνες που νιώθεις να σε έχουν στιγματίσει και θεωρείς κάποια στιγμή απαραίτητο να αφηγηθείς για να μπορέσει ο άλλος να σε καταλάβει λίγο καλύτερα συνολικά. Μέσα στα σκοτάδια ενός παλιού ισπανικού σπιτιού αναβίωσα ένα τραύμα μου, το έφερα πάλι στην επιφάνεια, στα χέρια ενός ανθρώπου που μοιάζει να μπορεί να αγγίξει τα πάντα με αγάπη, όσο κι αν πονάνε.

Κανά δυο μέρες μετά, πάλι καταλήξαμε μόνες μας, να χορεύουμε σαν τρελές, χαρούμενες και εκ των έσω λαμπερές, να γνωρίζουμε κόσμο και να γελάμε με την ψυχή μας, να μοιραζόμαστε σκέψεις για τους ανθρώπους και για τη σύνδεση και η μια για την άλλη. Την επόμενη μέρα, η Λουνίτα μου έδωσε μια χριστουγεννιάτικη κάρτα: Μια χορεύτρια φλαμένκο (αντιπροσωπευτικό της, μιας και λατρεύει το φλαμένκο πριν ακόμα έρθει στην Ισπανία) που κρατάει ένα αστέρι (αυτό είμαι εγώ, χεεεε). Από πίσω μού έγραφε λόγια συγκινητικά που θα κρατήσω όσο πιο σφιχτά μπορώ στην καρδιά μου.

Όταν διαβάζω να προορίζονται για μένα πράγματα όπως αυτά, πάντα θυμάμαι ένα από τα μαθήματα της φίλης μου και δασκάλας μου (στη γιόγκα και στη ζωή) Κατερίνας. Εκείνη μου έχει διδάξει πως όλα όσα διακρίνουμε στους άλλους, όσα ξεχωρίζουμε σε αυτούς και θεωρούμε πολύτιμα, τα έχουμε πρώτα από όλα μέσα μας. Δεν μπορείς να εκτιμήσεις πραγματικά μια αρετή αν ο ίδιος δεν τη διαθέτεις. Αυτό σκέφτηκα για τη Λούνα. Όλα τα γλυκά της λόγια αντικατόπτριζαν πρωτίστως την ίδια, όλα όσα έλεγε ότι είμαι και διαθέτω τα έβλεπα κι εγώ σε εκείνη.

----------------------------------------------------------------
Για όσους δεν έχουν κοιμηθεί ακόμα από τις τελευταίες παραγράφους, ας επιστρέψουμε στην ξέφρενη γιορτινή πραγματικότητα της Γρανάδας. Τα πλάνα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, οργανωμένα φυσικά από το Φεγγαράκι, προέβλεπαν: δείπνο στο Σπίτι, αλλαγή χρόνου σε κάποια πλατεία, και στη συνέχεια βουρ για πάρτυ πριβέ σε δίπατο σπίτι στο Αλμπαϊθίν, με ταράτσα και θέα την Αλάμπρα. 150 άτομα, 2 "stages" - για ρεγκετόν φυσικά αλλά και για πιο κλασικά μουσικά γούστα -,  ποτό και χορός μέχρι πρωίας και ζήτω το 2020!

Μια απλή θέα από Αλμπαϊθίν, μια μέρα πριν την παραμονή.


Κάπως έτσι πήγε. Περίπου…

Στο δείπνο ήμασταν κανά 10άρι άτομα. Εκτός από την παρέα που προανέφερα, είχαν έρθει οι γονείς του Παντελή και η νονά της Χρυσιάννας, γεγονός που έφερε γερό ελληνικό αέρα στην ατμόσφαιρα. Και κοκκινιστό μοσχαράκι. Και βασιλόπιτα. Φάγαμε υπέροχα (εγώ πάλι σουφλέ έφτιαξα, τώρα που πήρα το κολάι είπα να μην αποκλίνω), ήπιαμε εξίσου, και γύρω στις 23.30, αφού είχαμε μιλήσει οι Έλληνες με όλα τα σόγια που μας έσπασαν τα τηλέφωνα να ευχηθούν (είμαστε και μια ώρα πίσω στην Ισπανία), πήραμε αγκαλιά ένα Μαρτίνι και μια σαμπάνια, δυο κουτιά σταφύλια και βγήκαμε στην Camino de Ronda, μια απ' τις κεντρικές λεωφόρους της Γρανάδας.

Καλά όλα τα άλλα θα μου πείτε, αλλά τι φάση με τα σταφύλια;; Ε εδώ στην αλλαγή του χρόνου, όταν οι καμπάνες αρχίσουν να χτυπάνε 12, οι Ισπανοί φίλοι μας μπουκώνονται σταφύλια, ένα για κάθε χτύπο του ρολογιού. Στη δική μας την περίπτωση βέβαια δεν ακούσαμε κανένα χτύπο ποτέ, οπότε απλά προσπαθούσαμε να καταλάβουμε από το κύμα πανηγυρισμών και φωνών που ερχόταν από τους υπολοίπους πότε να αρχίσουμε να τρώμε. Τελικά τα φάγαμε όλα μαζί βλέποντας τα πυροτεχνήματα.


Γκλαμ.

Οι Ισπανοί φαίνεται ότι μας ξεπερνούν στις δικαιολογίες για πάρτυ. Λες και το κλίμα δεν ήταν αρκετά γιορτινό και χαρμόσυνο από μόνο του, πολλοί φορούσαν στραφταλιζέ περούκες-σφουγγαρίστρες, από αυτές τις απαράδεκτες που φοράει ο κόσμος κανονικά τις απόκριες, είχαν βαμμένες μούρες ή κερατάκια διαφόρων ειδών. Μετά την αλλαγή, ξεκίνησε μια μεγάλη φανταχτερή συναυλία στην πλατεία του δημαρχείου, στην οποία παραμείναμε μόνο λίγο, μιας και μας περίμενε η φιέστα η σωστή στην κορυφή του Αλμπαϊθίν.

Κι όταν μιλάω για κορυφή, δεν υπερβάλλω.

Φανταστείτε παντού πλακόστρωτα καλντερίμια, όχι πλακόστρωτο τύπου πεζόδρομος, από αυτά τα χοντρά και πάρα πολύ άβολα που έχουμε κι εμείς στα νησιά μας. Να νιώθω σαν κρι κρι με τα ψηλά μποτάκια, κάπως πιο γκλάμουρους βέβαια από ένα συνηθισμένο κρι κρι με τόση παγέτα που είχα ρίξει πάνω μου (γιατί αν δεν βάλεις παγέτα, είναι πραγματικά πρωτοχρονιά;;). Να ανεβαίνουμε, να ανεβαίνουμε, να ανεβαίνουμε και να μη φτάνουμε στο ρημαδόσπιτο. Με τα πολλά και με μερικές γλώσσες λιγότερες, τα καταφέραμε. Το τραπέζι με θέα το κατάφωτο κάστρο της Αλάμπρα και πάνω-κάτω όλη τη Γρανάδα, κάπως σαν να μας αποζημίωσε.

Ενδεικτική εικόνα, 1 μέρα και κάποιες ώρες πριν


Το πάρτυ ήταν ακόμα χαλαρό όταν φτάσαμε. Προμηθευτήκαμε τα μπουκάλια μας, τα αναψυκτικά μας, και την αράξαμε λίγο στην ταράτσα μέχρι που γίναμε κασάτοι. Καλή η θέα αλλά με 1 βαθμό, καλύτερο να ιδρώνεις μες στους καπνούς και τα φωτορρυθμικά χορεύοντας Μαλούμα μπέιμπι. Είπαμε, και κατεβήκαμε υπόγειο να κουνηθούμε με πρωτοχρονιάτικο μπρίο.

Εγώ σύντομα άρχισα να κάνω κεφάλι. Όταν συνειδητοποίησα ότι χρειάζομαι ανεφοδιασμό, πήρα τη Χρυσιάννα και ανεβήκαμε ταράτσα να ξαναγεμίσουμε τα ποτήρια μας. Στο μεταξύ είχαμε αφήσει παλτά, προίκες, μπουκάλια όλα στην ταράτσα. Όπου στο τραπέζι μας φυσικά είχε κατσικωθεί έτερο παρεόνι και είχε και τη φαεινή ιδέα να χώσει μες στα παλτά μας τα δικά του ποτά, με αποτέλεσμα να μπλέξουμε λίγο τα μπούτια μας. Καταφτάνει τελικά όλη η παρέα, ομόφωνα αποφασίζουμε να μαζέψουμε τα συμπράγκαλα και να τα κατεβάσουμε στον κάτω όροφο. Κάπου εγώ μες στην αναμπουμπούλα, αρχίζω και θολώνω για τα καλά. Κατεβαίνουμε μεν κάτω, θυμάμαι να πηγαίνω τουαλέτα με το ποτό, να μπαίνω μαζί με τη Χρυσιάννα κι απ' έξω κάποιοι να μας τα χώνουν, να βγαίνουμε σώες, και μετά...

Περίπου τίποτα με ακριβή χρονική συνέχεια. Ανεβήκαμε πάλι ταράτσα γιατί δεν ένιωθα καλά, και κάπου εκεί ξεκίνησε η κατρακύλα και η δική μου και του χρόνου. Από εκεί κι έπειτα θυμάμαι αποσπασματικά:
- να ξερνάω και να κλαίω παράλληλα γοερά
- τα παιδιά να με αγκαλιάζουν και να μου μιλάνε με βάρδιες
- ο Ντιμπάου, ο οποίος έχει μάθει ξεκούδουνες ελληνικές φράσεις από τους άλλους, να μου λέει "έλα μαλακισμένη" και να γελάω και να κλαίω ταυτόχρονα. Μετά το άλλαξε κι έλεγε "αστέρι μου, κοκόνα μου, σ' αγαπάω" (είναι στάνταρ αυτές οι εκφράσεις πια)
- τη Λούνα να μου κάνει pep-talk προσπαθώντας να με πείσει να σηκωθώ κι ας ζαλίζομαι, μπας και με κατεβάσουν απ' την ταράτσα που τουρτούριζα
-να πέφτω ημιλιπόθυμη σε μια σεζλόνγκ που είχαν βάλει στην ταράτσα
- να συνειδητοποιώ ότι έχω μαζέψει ένταση μπόλικη μέσα μου που δεν έχω εκτονώσει και πάντα μου βγαίνει χειμαρρώδης όταν μεθάω
- να σκέφτομαι "δε θα ξαναπιώ ποτέ"
- να σκέφτομαι ξανά "μα δεν ήπια τόσο, να δεις κάτι θα μου έπεσε μέσα"
- να ξερνάω στο νεροχύτη της κουζίνας κι ένας άσχετος να μου δίνει κουράγιο
- να μπαίνω σε ούμπερ με τη Λούνα και τον Πέπε για το Σπίτι και να γυρνάνε όλα γαμώ τις κωλοστροφές του Αλμπαϊθίν (ότι οι στροφές έφταιγαν, όχι η Χίμαιρα από αλκοόλ και σταφύλια και χίλια δυο άλλα στο στομάχι μου)
- τα ζεστά χέρια του Πέπε στα δικά μου σε όλη τη βασανιστική διαδρομή μέχρι το κρεβάτι.

Χαρούμενο το 2020 βρε παιδιά!

Πρέπει να ήταν περίπου 5 όταν ξάπλωσα ημίνεκρη στο κρεβάτι. Οι υπόλοιποι απ' ό,τι έμαθα γύρισαν γύρω στις 9. Ούτε ανατολή είδα ούτε πρωτοχρονιάτικο ειδύλλιο έζησα με κανέναν εκτός από τον καναπέ του Σπιτιού, τον οποίο δεν αποχωρίστηκα όλη την πρωτοχρονιά προσπαθώντας να νιώσω πάλι άνθρωπος κι όχι κιμάς. Η πρώτη μέρα του χρόνου πέρασε συγκλονιστικά, χωρίς φαΐ και νερό σχεδόν, να βλέπω παιδικά στο νέτφλιξ και να αναρωτιέμαι αν ισχύει αυτό που λένε για την πρώτη μέρα του χρόνου, ότι όπως την περάσεις έτσι θα πάει όλη η χρονιά. Μετά αναρωτήθηκα στιγμιαία κι αν έχω γεράσει, αλλά αυτή τη σκέψη την έδιωξα γρήγορα και την απέδωσα στο ότι ακόμα δεν είχα ξεσουρώσει.

Επιτρέψτε μου τέλος να ευχηθώ και κάτι ακόμα, βασικό: είθε να μη φύγετε ποτέ νωρίς από πάρτυ το οποίο έχει όλες τις προδιαγραφές να είναι το καλύτερο πάρτυ της χρονιάς, επειδή γίνατε σκνίπα από το πρώτο δίωρο. Και να μην κάνετε ποτέ bonding με εξαιρετικά φιλικούς αγνώστους επειδή σας μαζεύουν τα μαλλιά την ώρα που ξερνάτε ή σας κρατάνε το χέρι γλυκά στη διαδρομή προς την κόλαση... εε το σπίτι.

Και εις άλλα (μεθύσια) με υγεία. Καλή χρονιά. 💗

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Εκδρομούλα!

Να μην ξεχάσεις... να μην ξεχάσεις.

Αυτό σκεφτόμουν την περισσότερη ώρα της διαδρομής καθώς γυρνούσα από την εκδρομή μου το περασμένο Σαββατοκύριακο. Να μην ξεχάσω όσα έζησα εκεί γιατί ήθελα τόσο πολύ να τα καταγράψω και να τα μοιραστώ.

Από Παρασκευή πρωί είμαι με την ψυχή στο στόμα, να ετοιμάζομαι απερίγραπτα βιαστικά (πώς το ξανάπαθα) για την εκδρομή στο Ακρωτήριο της Γάτας (ισπανιστί: Cabo de Gata, που πιθανότατα σημαίνει όχι της γάτας, αλλά κάτι άλλο, αλλά χεστήκαμε γιατί μου αρέσουν οι γάτες και θα το λέμε έτσι). Τελικά βέβαια, το όνομα καμία σημασία δεν έχει μιας και δεν πήγαμε καν εκεί, αλλά σε μια περιοχή παραδίπλα με το σαφώς ευκολότερο όνομα San José.

Δε θα δώσω ακριβή περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στο δωμάτιό μου (παρεμπιπτόντως, μετακόμισα, είμαι πλέον στο δικό μου σπίτι, γιέεε, αλλά αυτά στο επόμενο επεισόδιο) το παρασκευιάτικο εκείνο πρωινό, προσπαθώντας να προλάβω:
α. να ετοιμάσω χαρτούρα για το κρίσιμο ραντεβού μου με το γραφείο αλλοδαπών ώστε να πάρω άδεια παραμονής
β. να αποφασίσω αν χρειάζομαι πρωινό ή το βραδινό της προηγούμενης νύχτας που θα το μετονόμαζα μεσημεριανό με λίγο ζέσταμα στα μικροκύματα, και να το φάω
γ. να ετοιμάσω πράγματα που θα χωράνε σε ένα γυναικείο backpack και μια τσάντα λάπτοπ χωρίς να ξεχάσω τίποτα κρίσιμο (ΑΔΥΝΑΤΟ, ποτέ δε συμβαίνει, είναι η κατάρα των αιώνια αργοπορημένων)
δ. να βρω με κάποιον τρόπο πετσέτα θαλάσσης, μιας κι είναι από τα πράγματα που αποφάσισα να θυσιάσω όταν έφτιαχνα τις βαλίτσες μου από Ελλάδα και δεν προνόησα να αγοράσω αυτές τις μέρες, αν κι ήξερα ότι θα τη χρειαστώ (ευθύνες της ενήλικης ζωής; δεν μου λέει κάτι το όνομά σας, λάθος κάνετε)
ε. να ξεπετάξω μια άσκηση για το πανεπιστήμιο που θυμήθηκα μες στον πανικό ότι είχε προθεσμία ως το Σάββατο (εκεί αμφιταλαντεύτηκα λίγο ομολογώ, προς στιγμήν σκέφτηκα "με παίρνει να πάρω λάπτοπ να το αφήσω για τελευταία-τελευταία στιγμή; Να το παίξουμε λίγο στα άκρα και να μας φύγει ο γοφός με το βάρος και του υπολογιστή, να γαμηθεί κι η διάθεση των διακοπών επειδή εγώ θα κάθομαι να ψάχνω wifi για να στείλω την άσκηση; Μπα").

Ε καταλαβαίνετε.

Τα κατάφερα όμως. Ξεπέταξα την άσκηση, συνεννοήθηκα με το παρεάκι να μου φέρει κάποιος μια εφεδρική πετσέτα, εξετέλεσα με επιτυχία την αποστολή "Πράσινη Κάρτα", έφαγα και το μεσημερινό. Κάπως έτσι με τα πολλά, έφτασα έγκαιρα στον σταθμό, για μια εκδρομή που ειλικρινά δεν κούνησα το μικρό μου δαχτυλάκι για να οργανώσω. Απλά τους έλεγα ναι σε όλα όσο το οργάνωναν μέσω WhatsApp (το βασικό μας μέσο επικοινωνίας εδώ) και μπήκα να δω διεύθυνση του σταθμού των λεωφορείων (το αντίστοιχο ΚΤΕΛ της Ισπανίας) το ίδιο πρωί, να ξέρω πού πρέπει να είμαι και τι ώρα. Ούτε για τη διαμονή δεν ήμουν σίγουρη, το επιβεβαίωσα αφού είχα μπει στο λεωφορείο. Πάλι καλά δηλαδή οι 21χρονοι φίλοι μου είναι πιο ώριμοι και οργανωτικοί από μένα.

Και λέγοντας για φίλους, το σχέδιο ήταν το εξής: η Μοργκάν, Γαλλίδα φίλη που σπουδάζει Περιβαλλοντικές Επιστήμες είχε μια εκδρομή με το πανεπιστήμιό της. Μας κάλεσε να πάμε να τη βρούμε στο γατο-ακρωτήρι για να περάσουμε το ΣΚ παρέα. Το αρχικό πλάνο έλεγε ότι θα μείνουμε σε ένα μεγάλο σπίτι όλοι μαζί, γύρω στα 8 άτομα. Τελικά σπίτι δεν υπήρχε διαθέσιμο και κανά-δυο βάρεσαν πιστόλι, οπότε καταλήξαμε σε ένα hostel στον Αη-Χοσέ 6 άτομα: η Μοργκάν, η φίλη της Ανιές (σπουδάζουν μαζί και στη Γαλλία κι εδώ εράσμους), ο Φρίντεμαν και η Μίριαμ (Γερμανοί που σπουδάζουν Ιατρική), η Άιλις (Αγγλίδα που σπουδάζει Ισπανική Φιλολογία) κι η αφεντιά μου. Περισσότερες πληροφορίες για αυτά τα πλάσματα, που πραγματικά είναι κουφετάκια όλα τους ένα προς ένα, σε άλλη ανάρτηση αφιερωμένη στην πάρτη τους και μόνο.

Στο ισπανικό ΚΤΕΛ λοιπόν βρήκα τους Γερμανούς και την Αγγλίδα, οι Γαλλίδες μας περίμεναν φυσικά εκεί. Χωρίς πολλά ευτράπελα μπήκαμε στις 15.30 στο λεωφορείο για Αλμερία, μια παραλιακή πόλη σε απόσταση 2 ωρών από τη Γρανάδα. Από εκεί θα πέρναμε λεωφορείο κατά τις 18.30 για το περίφημο Σαν Χοσέ. Λίγη ταλαιπώρια, λίγο ροχαλητό στο λεωφορείο με τη μουτσούνα κολλημένη στο τζάμι και το σαλάκι να τρέχει, ξέρετε πώς είναι αυτά. Στην Αλμερία μετεπιβιβαστήκαμε σε ένα λεωφορειάκι, σαν αυτά τα εκδρομικά που είναι μόνο για μια τάξη σχολείου, χωριού μάλιστα, το οποίο λεωφορειάκι θα μπορούσε να είναι το παιδάκι του μεγαλύτερου λεωφορείου του κανονικού (δεν έχω πιει τίποτα, γράφω νηφάλια, ορκίζομαι). Έτσι λοιπόν χαρωπά πάμε και καθόμαστε γαλαρία σαν όλα τα κουλ παιδιά του λυκείου. Θυμήθηκα τα νιάτα μου η γριέτζω.

Όλα θα ήταν ρόδινα, αν δεν μας συνόδευε ένας απροσδιόριστος θόρυβος, τόσο διαπεραστικός όσο η τσιρίδα του τρίχρονου στο λούνα παρκ σε συνδυασμό με την ηδονική κραυγή χελώνας που συνουσιάζεται. Δεν μου έρχεται πιο γλαφυρή περιγραφή. Αυτό σκεφτείτε το σε ένταση που να μην επιτρέπει να ακούς τη φωνή σου όταν μιλάς. Εννοείται κατεβήκαμε με πονοκέφαλο χειρότερο κι από αυτόν του hangover.

Τέλος καλό, όλα καλά όμως. Φτάνοντας στο Σαν Χοσέ γύρω στις 19.30, δεν μπόρεσα να μην εκπλαγώ με το πόσο μου θύμισε την Ελλάδα. Φανταστείτε ένα παραλιακό μέρος πολύ ήσυχο, σαν νησί των Κυκλάδων σε low season. Τα περισσότερα μαγαζιά κλειστά, ηρεμία στους δρόμους, παντού λευκά σπίτια και μπλε παράθυρα, αρκετό πράσινο όπως σε όση Ανδαλουσία έχω δει ως τώρα. Και ζωάκια στους δρόμους παιδιά. Λίγα, αλλά υπήρχαν. Γνωρίστηκα και με μια σκυλίσια μουσούδα στο δρόμο προς το hostel. Παραλίγο να μείνω εκεί.


























Το hostel ακόμα πιο κοντά στην ιδέα του κυκλαδίτικου νησιού, με πλακόστρωτο, αυλή, ταράτσα με χαλικάκι, πέτρινα καθίσματα και φυτά... Το μόνο που διέφερε ήταν αυτό το χαρακτηριστικό πλακάκι που βάζουν παντού σχεδόν οι Ισπανοί (ναι, όχι μόνο στην κουζίνα και το μπάνιο, αλλά και στην αυλή, και στους τοίχους των μπαρ ας πούμε, και στη γάτα τους μπορεί να το βάλουν για ντεκόρ, δεν ξέρω). Κατά τ' άλλα λες κι ήμουν στην Τζια.

Αφού τακτοποιούμαστε στο δωμάτιο, το οποίο είχε τον ιδανικό αριθμό κρεβατιών γιατί χώρεσε όλη η παρέα επακριβώς, βγαίνουμε βόλτα στην περιοχή. Περπάτημα στο λιμανάκι του Σαν Χοσέ, επιτυχής αντιμετώπιση των κραχτών στις ταβέρνες με τα θαλασσινά -παιδί μου, Ελλάδα σου λέω- και τελικός προορισμός μας ένα χουχουλιάρικο μαγαζάκι με τάπας τύπου delicatessen. Ώρες-ώρες λέω τι κρίμα που δεν τρώω τίποτα από αλλαντικά, θα έβλεπα με άλλο μάτι την ισπανική κουζίνα. Είναι τρομερή η ποικιλία των "λιχουδιών" που μπορεί να βρει κανείς και να τσιμπολογήσει. Περίεργη εγώ, περίεργη όμως κι η παρέα μου, στην οποία οι μισοί είναι χορτοφάγοι. Άρα λιγότερες επιλογές, καθόλου αμελητέες όμως. 

(Παρένθεση, με έχει εντυπωσιάσει το πόσοι πολλοί vegeterians αλλά και vegans υπάρχουν εδώ. Από όσα άτομα έχω γνωρίσει, οι μισοί χωρίς υπερβολή είναι τουλάχιστον χορτοφάγοι. Αλλά στην Ελλάδα ακόμα τους αντιμετωπίζουμε ωσάν ufo. Μεγάλη κουβέντα, όχι της παρούσης.)


Η Μίριαμ φαίνεται να μην καταλαβαίνει την πόζα μας.
Μόνες μας γενικά!

















Χλαπακιάζουμε λοιπόν ωραιότατα, πίνουμε πιο ωραία, και αφού χτυπάμε κι ένα παγωτάκι, επιστροφή στο χόστελ. Στη διαδρομή να μας τρελαίνει η μυρωδιά του γιασεμιού και του νυχτολούλουδου (ΕΛΛΑΔΑ, δεν θα το ξαναπώ). Αν και πτώματα, στρωνόμαστε στο παιχνίδι. Ο Φρι είχε φέρει μαζί του μια τράπουλα Wizard -δεν το ήξερα αυτό το παιχνίδι και καθόλου δε μου άρεσε, γιατί θέλει στοιχήματα κι είμαι άχρηστη σε αυτά- και κάτσαμε στην ωραία αυλή, να παρατείνουμε λίγο το πρώτο βράδυ μας, πρώτη φορά μεγάλη παρέα μακριά από την πόλη, κυρίως δε μακριά από τις υποχρεώσεις των σχολών μας που μας έχουν ήδη ψιλοπνίξει. Αυτό το γαλήνιο αίσθημα του να φεύγεις και να αφήνεις για λίγο πίσω σου σκοτούρες, μικρές ή μεγαλύτερες δεν έχει σημασία, για να ζεις πραγματικά στη στιγμή, πράγμα τόσο δύσκολο αλήθεια. Χρόνια παλεύουμε στις γιόγκες να το πετύχουμε με μια κάποια συνέπεια καθημερινή...

..............................................................

Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε ότι θα πάρουμε το πρωινό μας στο χόστελ. Αρχοντικά λοιπόν κάτσαμε κάτω από την καλαμωτή της αυλής και φωτοσυνθέσαμε λιγάκι τρώγοντας "tostadas" (ψωμί ψημένο με διάφορες επιλογές να το συνοδεύσεις-στην Ισπανία είναι πολύ σύνηθες να βάζουν σάλτσα ντομάτας και λάδι, για πρωινό παιδιά, έλεος δηλαδή με τους ανώμαλους, εγώ εννοείται έβαλα μαρμελάδα και νουτέλα) και πίνοντας καφέ με γάλα. Έπειτα πήραμε τον δρόμο για τα μαγαζιά, για να προμηθευτούμε με τα φαγώσιμα της παραλίας. Απ' όλα είχε ο μπαξές: μια τεράστια φραντζόλα-μπαγκέτα απ' το φούρνο, τυρί, χούμους, ντομάτες, κρύο τσάι, μπισκότα, πεπόνι... Και δώσ'του μετά περπάτημα τα τουριστάκια για να φτάσουμε στην παραλία των Γενοβέζων*, περπάτημα 40 λεπτών πάνω-κάτω.


Η διαδρομή, θα γίνω γραφική, αλλά ήταν τελείως ελληνική. Οι εικόνες μιλάνε από μόνες τους.






             























Αυτό που δεν ήταν τόσο τυπικό ελληνικού νησιού ήταν ο κάμπος που διασχίσαμε για να φτάσουμε στην παραλία. Όλη η περιοχή στην πραγματικότητα αποτελεί ένα τεράστιο φυσικό πάρκο. Μια παραλία με χλωρίδα ιδιαίτερη, αφού μπορούσες να δεις ταυτόχρονα τεράστια κωνοφόρα, κακτοειδή, θάμνους... Το τοπίο ήταν από εκείνα που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μόνο σε wallpapers στις οθόνες μας. Από αριστερά να έχεις τη θάλασσα, κι όσο παίρνεις το βλέμμα προς τα δεξιά να βλέπεις το δάσος των κωνοφόρων και πιο δεξιά τον κάμπο και πιο δεξιά στο βάθος βουνά. Τίποτα δεν έλειπε.


Μια κάποια χαρά



Στον δρόμο προς την παραλία συναντήσαμε μια κυρία μεγάλης ηλικίας. Ήταν από τη Χώρα των Βάσκων και μας ρωτούσε όλο ενδιαφέρον για τις σπουδές μας και για τις χώρες μας. Μας είπε ότι από όσες παραλίες έχει γνωρίσει -κι όπως ισχυρίστηκε, έχει ταξιδέψει πολύ, πράγμα πιστευτό- αυτή είναι η αγαπημένη της. Όχι τόσο για τα νερά, αλλά για τον περίπατο στο δάσος των κωνοφόρων, που απλώνεται στο πλάι της παραλίας. Και πράγματι, μας αποχαιρέτησε για να περπατήσει προς τα εκεί, την ώρα που εμείς κατευθυνόμασταν προς την αμμουδιά. 


Η παραλία των Γενοβέζων είχε λίγο κόσμο γύρω στις 3 που φτάσαμε, μεταξύ των οποίων και μερικοί γυμνιστές, ζευγάρια κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας που άραζαν διαβάζοντας κάτω από τα πεύκα ή κατευθείαν στον ήλιο. Τολμηροί! Τους ζήλεψα λίγο κι ευχήθηκα σε εκείνη την ηλικία να είμαι τόσο ξένοιαστη κι εγώ (ελπίζω μόνο να φορούσαν αντιηλιακό). Μέσα σε όλα, υπήρχε και μια τεράστια σκηνή φτιαγμένη από ξύλα, δημιούργημα κάποιων μερακλήδων και χαρά θεού για τα πιτσιρίκια που έπαιζαν τριγύρω. Αράξαμε κάτω από κάτι δέντρα κι αφού βγάλαμε τις απαραίτητες αναμνηστικές φώτο, βουτήξαμε στο νερό. Ένα νερό τόσο δροσερό και αναζωογονητικό, λες και δεν είχα ξαναβουτήξει στη θάλασσα. Μέσα σε ένα φυσικό τοπίο σαφώς διαφορετικό από όσες παραλίες έχω επισκεφτεί. Δεν ξέρω αν είναι η αίσθηση της καινούριας ζωής που μου δίνει αυτή την πρωτόγνωρη ελευθερία, ή το γεγονός ότι εκπαιδεύω τον εγκέφαλό μου σε καινούρια πράγματα, όπως το να εκφράζεται σε μια άλλη γλώσσα για τα πάντα. Πάντως όλα τα βιώνω πρωτόγνωρα. Έχω λίγο το αίσθημα ότι βρίσκομαι μέσα σε βιντεοπαιχνίδι ή σε εικονική πραγματικότητα, κι αυτό είναι συναρπαστικό αλλά ταυτόχρονα γλυκόπικρο, γιατί για μένα εμπεριέχει κάπως τη σκέψη ότι θα τελειώσει σε λίγο καιρό. Η σκέψη αυτή κορυφώθηκε όταν αποχαιρετούσαμε το μέρος, ξέροντας ότι πιθανότατα δεν θα ξανάρθουμε, λίγο σαν ετοιμοθάνατοι, μιας και οι μέρες μας είναι μετρημένες σε αυτή την όμορφη χώρα, και το εσωτερικό μας χρονόμετρο με την αντίστροφη μέτρηση δεν λέει να σκάσει.
Τη φαντάστηκα βράδυ με στρωμένες κουβέρτες και κεράκια γύρω-γύρω 💛


Στο μεταξύ όμως είμαστε ακόμα εκεί. Κάνοντας ηλιοθεραπεία στην αμμουδιά ή στα δέντρα σαν τις μαϊμούδες, όπως εγώ καλή ώρα.

Άβολο. Κυριολεκτικά.




















Την ανεμελιά μας βίαζαν όμως οι πιο επίμονες κωλόμυγες που έχω συναντήσει στη ζωή μου. Μιλάμε για άπειρες και απίστευτα ενοχλητικές μύγες που σχεδόν τσιμπούσαν και έκαναν φυσικά εφόδους στα τρόφιμά μας. Θυσιάσαμε μια φέτα πεπόνι εξαιτίας τους 😓 (το πεπόνι όπως και το καρπούζι το πουλάνε εδώ σε φέτες). Όταν αργότερα μαζευτήκαμε στις πετσέτες μας για να φάμε όλοι παρέα, με το ένα χέρι τρώγαμε και με το άλλο παίζαμε τις μυγοσκοτώστρες. Καίγαμε ταυτόχρονα τις θερμίδες που καταναλώναμε, καλό;

Κι αφού σκάσαμε από το φαΐ, καθήσαμε στον ήλιο και παίξαμε χαρτιά, ένα παιχνίδι ισπανικό που λέγεται "Culo" (σικ). Το φως είχε πια απαλύνει και στην άλλη άκρη της παραλίας, ένας λόφος με μια μικρή τσιμεντένια κατασκευή (που από μακριά θα μπορούσε να φαίνεται σαν σταυρός, εμένα όμως μου φαινόταν σαν ένα τεράστιο κωλοδάχτυλο, θέμα προοπτικής είναι όλα) μας καλούσε να τον κατακτήσουμε. Όπως και κάναμε, επειδή η παρέα αυτή είναι παιδιά της φύσης και της περιπέτειας, και να θες να πεις όχι επειδή έχεις κάτι χρονάκια παραπάνω δε σε παίρνει, γιατί μετά σε δουλεύουν. Ανασκουμπωθήκαμε λοιπόν και ξεκινήσαμε την πορεία προς τον λόφο. 

Σε όλη τη διαδρομή εγώ να μαζεύω κοχύλια, άπειρα υπήρχαν σε εκείνη την παραλία, όλων των μεγεθών και των χρωμάτων. Εκτός από κοχύλια, να μαζεύουμε όλοι μας και ό,τι σκουπίδι τύχαινε να βρούμε, με αποτέλεσμα όταν τελικά μετά κόπων και βασάνων πιάσαμε κορυφή, να έχουμε παρέα και μια σακούλα τίγκα στα άκυρα υλικά (κάδοι δυστυχώς υπήρχαν μόνο στην αρχή της παραλίας, κι έτσι μεταφέραμε τα "δωράκια" μπόλικα μέτρα μαζί μας). Αλλά δε βαριέσαι. Είναι το μικρό τίμημα του να χαίρεσαι μια ομορφιά παρθένα. Οφείλεις να την αφήσεις καλύτερη από ό,τι την βρήκες.




Κι εκείνη η κορυφή που λέτε ήταν οριακά προσεγγίσιμη, ειδικά αν είσαι noob σαν εμένα και φοράς all star για να σκαρφαλώσεις. Η θέα όμως άξιζε και με το παραπάνω τον παρολίγο θάνατο. 






Το νιώσαμε λες και κατακτήσαμε το Έβερεστ! Την ιδανικότερη ώρα της μέρας, τότε που ο ήλιος πια δεν καίει κι αρχίζει να αποχωρεί διακριτικά από το σκηνικό και να κρύβεται πίσω από τα βουνά και οι σκιές μεγαλώνουν και η ατμόσφαιρα δροσίζει απόκοσμα. Κατεβαίνοντας, οι άλλοι προχώρησαν γρηγορότερα, κι εγώ έμεινα λίγο πιο πίσω με την Ανιές, που φανερά εκστασιασμένη από το τοπίο μου έλεγε:
"Δε θέλω να φύγω από δω, δεν μπορώ να σταματήσω να το κοιτάω!" 
Και στη συνέχεια, σαν μικρή γιογκίνι -ή απλώς γνήσια φυσιολάτρης:
"Κάτσε ακίνητη και κλείσε τα μάτια λίγο και ανάπνεε. Είναι τέλειο."
Κι είχε δίκιο. Η θέα από ψηλά σου χάριζε την εικόνα του πράσινου, που χωρίζει στη μέση τη θάλασσα. Αριστερά θάλασσα, δεξιά θάλασσα, στη μέση πρασινάδα. 


Για την επιστροφή παρακάμψαμε την παραλία. Αντ' αυτού ανεβήκαμε από τον όρμο με τα βασαλτικά πετρώματα (ναι δεν ήξερα τι είναι, αν δεν σπουδάζεις γεωλογία ή κάτι συναφές πιθανόν ούτε εσύ ξέρεις, βασαλτικό είναι το έδαφος που δημιουργείται από λάβα όταν αυτή ψύχεται γρήγορα και δημιουργούνται κρατήρες κλπ., φαντάσου το σαν ένα τεράστιο απολίθωμα -γιατί επιτελούμε και εκπαιδευτικό έργο τέλος πάντων). Πράγμα τόσο μαγικό, γιατί η αίσθηση πραγματικά ήταν λες και περπατούσαμε στο φεγγάρι. Κάπου εκεί έπιασε τα παιδιά μια κωλοπιλάλα και ήθελαν να τραγουδήσω κάτι στα ελληνικά -τους φαίνονται πολύ περίεργα. Με πιάσανε εμένα οι συστολές αλλά είμαι και λίγο "τραβάτε με κι ας κλαίω", και με τα πολλά άρχισα να χαζομουρμουρίζω τον πρώτο στίχο που μου σφηνώθηκε στο μυαλό. "Σαν παλιό σινεμά"... Ίσως επειδή το σκηνικό ήταν λίγο κινηματογραφικό, ίσως επειδή έψαχνα ένα καλό δείγμα ελληνικής μουσικής, να δείξω στα ευρωπαιόπουλα ότι έχουμε πολιτισμό βρε παιδί μου, και τι καταλληλότερο από λίγο Χατζιδάκι; Συνεχίσανε τα Γερμανάκια μετά και έβαλαν κάτι από τη χώρα τους να ακούσουμε. Χωρίς να τραγουδάνε όμως, με ξεγέλασαν. 




Κι όλο περπατούσαμε, κατεβαίνοντας πια στην αμμουδιά -τέρμα το moonwalk. Κάπου εκεί ένα νιόπαντρο ζευγάρι έκανε τη φωτογράφισή του. Κρίμα το νυφικό σκέφτηκα, εγώ πιθανότατα με το μαγιό θα την έκανα, μες στη θάλασσα και γιόλο. Τι τα θες τα λούσα όταν είσαι χαμένος μες στην τόση ομορφιά; Χαζεύαμε μετά το αληθινό φεγγάρι, που η συγκυρία των σύννεφων το έκανε να μοιάζει με άγγελο, μια ασημένια κουκίδα με δυο τεράστια συννεφένια φτερά. 



Ο κάμπος έμοιαζε πια σχεδόν σοκολατής στην επιστροφή. Στα αυτιά μας έφταναν τραγούδια από τον γάμο, μπορούσαμε να δούμε από μακριά τα αυτοκίνητα που είχαν μαζευτεί. Μας κεντήσανε τα κουνούπια, σημάδια από τα οποία έχω ακόμα, μια βδομάδα μετά, έτσι για να θυμάμαι πιο έντονα την εκδρομή, κι ίσως για να προσγειωθούμε κάπως στη σκληρή πραγματικότητα, ότι η φύση δεν είναι μόνο μαγεία αλλά ενίοτε ΠΡΗΖΕΙ ΜΠΑΛΕΣ. 

Αλλά φευ, έτσι δεν είναι κι η ζωή γενικά;
Έχω πολλά ακόμα να περιγράψω, αλλά ήδη έχω μακρυγορήσει τρομερά πάλι, οπότε θα το πάρετε σε δεύτερο μέρος το υπόλοιπο. Σε κανά μήνα λογικά με τη συνέπεια που με δέρνει!




*πήρε το όνομά της από τον γενοβέζικο στρατό που βοήθησε τους Ισπανούς σε μια μάχη ενάντια στους μουσουλμάνους κατακτητές της Αλμερίας.

Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019

Ooooh Freak Out! - Μια (σχεδόν) σοβαρή ανάρτηση





Ξεκίνησα χτες να γράφω ποστ εμπνευσμένο και προσεγμένο, με λεξούλες και φρασούλες διαλεχτές για να παρουσιάζονται τα πράγματα εδώ όσο πιο αστεία γίνεται, αλλά παιδιά, μερικές φορές τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία, αλήθεια. Ίσα ίσα, μπορεί να είναι και τρομακτικά.

Παράτησα λοιπόν το ποστ εκείνο, που θα έρθει τις επόμενες μέρες όταν του πρέπει να έρθει (όταν ηρεμήσω δηλαδή λιγάκι και ξαναβρώ τον παλιό καλό χαζοχαρούμενο εαυτό μου) για να πω το εξής αληθινό: ΈΧΩ ΦΡΙΚΑΡΕΙ ΓΑΜΩ.-

Εντάξει, το ήξερα ότι θα έρθει αυτή η μέρα, η οποία όλως τυχαίως συμπίπτει με την -από στιγμή σε στιγμή αφιχθείσα- περίοδό μου, αλλά δεν περίμενα να έρθει τόσο γρήγορα κι απότομα ρε φίλε. Από το πρωί σήμερα με πήρε και με σήκωσε.



Το πρωινό πουλί πιάνει το πουλί (σοκ!)

Αρχικά, τι κι αν ξεκίνησα 1 ώρα + πριν το μάθημα; Κάποιος-κάτι άνωθεν αποφάσισε πάλι να με χλευάσει κανονικά και να με στήσει στη στάση 40 λεπτά να καρτερώ με αγωνία το 8, ενώ βλέπω όλα τα υπόλοιπα γαμω-λεωφορεία της γαμω-Γρανάδας να περνάνε διπλά και τριπλά και τετραπλά! Ήταν τραγελαφικό πραγματικά. Χωρίς υπερβολή, όση ώρα περίμενα, πρέπει να πέρασαν καμιά εικοσαριά λεωφορεία καμιάς πεντάρας διαφορετικών γραμμών. Δευτερούλα. ❤️



Το μπάχαλο

Φυσικά καθυστερημένη, λοιπόν, στο μάθημα της Γνωσιακής Νευροεπιστήμης, ένα από τα σημαντικότερα για μένα εν τω μεταξύ (και το μοναδικό που διδάσκεται και στα αγγλικά παρεμπιπτόντως) ξεκινάω στραβωμένη να παρακολουθώ τις πρώτες ουσιαστικά διαλέξεις για αυτό το εξάμηνο. Χωρίς καφέ. Εδώ είναι καλό σημείο να εξηγήσω λίγο πώς ακριβώς είναι τα πράγματα στο πανεπιστήμιο αυτό (τουλάχιστον στο τμήμα της Ψυχολογίας). Που λέτε, σε κάθε μάθημα διδάσκονται 2 ώρες θεωρίας και 1 πρακτικής (όπου το μεγάλο τμήμα της θεωρίας σπάει σε ομάδες, έτσι έχουμε συνήθως 3 ομάδες πρακτικής). Το περίεργο για μας τα αλλοδαπά είναι ότι οι 2 ώρες θεωρίας δεν είναι αναγκαίο να είναι μαζί, συνήθως μάλιστα δεν είναι. Έτσι, για 3 ουσιαστικά ώρες του μαθήματος, είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να κουβαληθείς 3 διαφορετικές μέρες. Αλλά φυσικά έχεις κι άλλα μαθήματα εκείνες, οπότε κλάιν. Το θέμα είναι πως για μας τα αλλοδαπά πάλι, αυτό μπορεί να είναι αρκετά αποπροσανατολιστικό, μιας και τα 5 μαθήματα (που έχω εγώ επί παραδείγματι) καταλήγουν να σπάνε σε πολλά κομματάκια και το ήδη καζανοποιημένο κεφάλι μας να βρίσκεται στα πρόθυρα έκρηξης.



Βαβέλ

Κι εντάξει πες ρε μπουχέσα, τόσα χρόνια σπουδάζεις, δεύτερη σχολή κοντεύεις να βγάλεις, θα προσαρμοστείς στα ωράρια. Σιγά την πυρηνική φυσική. Τη γλώσσα πώς σκατά την μαθαίνουμε; Με χρόνο θα μου πείτε και θα έχετε και δίκιο. Αλλά παιδιά, δεν μπορώ να περιγράψω την έκφραση απόγνωσης και γνήσιας, αγνής απορίας που ζωγραφίζεται στο πρόσωπο του κάθε Ερασμίτη, όταν ανοίγουν οι Ανδαλουσιανοί το στόμα τους και ξετυλίγεται αυτό το ακατανόητο συνονθύλευμα που ονομάζουν Ισπανικά. Νομίζω ότι σχεδόν μπορεί κανείς να δει τα συννεφάκια σκέψεων που σχηματίζονται πάνω από τα κεφάλια μας εκείνη την ώρα:
"Εγώ άλλη γλώσσα μαθαίνω τόσο καιρό;"
"Μήπως είναι απλώς αυτός ψευδός; Θα έτυχε μωρέ..."
"Λες να αρχίσω τα ναρκωτικά μπας και καταλάβω καλύτερα;"
"Να δεις που τελικά δεν είμαι τόσο έξυπνη/ος όσο πίστευα..."


Περί ευφυΐας

Ας εστιάσουμε λίγο σε αυτό το τελευταίο παιδιά. Κάμερα σε μένα. Είναι ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟ το πόσο ηλίθιος μπορείς να νιώσεις όταν ξαφνικά μεταφερθείς σε ένα περιβάλλον που δεν μιλάνε τη γλώσσα σου. Είναι απίστευτο το πόσο μετατοπίζεται η οπτική αν απλά αλλάξεις χώρα. Εσύ, που ως τώρα στη ζωή σου γαμάς και δέρνεις, πίστεψέ με, θα έρθουν στιγμές που θα νιώσεις ένα τίποτα όταν δεν θα μπορείς καλά-καλά να κάνεις τα ψώνια σου χωρίς βοήθεια. Θα επιβιώσεις φυσικά, αλλά εκείνο το αγκαθάκι της αμφιβολίας για τον εαυτό σου θα σου φυτευτεί. Θα σε ψιλοενοχλεί κάπου-κάπου. Κι αν είσαι στοιχειωδώς συνειδητοποιημένος, δε θα μπορέσεις παρά να αρχίσεις να αναρωτιέσαι αν τελικά η δική σου θεώρηση, η "δυτική" κατά κανόνα, για το τι εστί ευφυΐα, είναι όντως η ορθότερη.

Εδώ, λοιπόν, έρχονται οι συνάδελφοι διαπολιτισμικοί ψυχολόγοι και σου λένε ότι η ευφυΐα ορίζεται διαφορετικά ανά κουλτούρα. Ουάου; Αυτό σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι δεν μπορείς να θεωρείς ηλίθιο έναν αλλοδαπό μόνο και μόνο λόγω αυτής του της ιδιότητας -η οποία φυσικά ορίζεται με κέντρο αναφοράς εσένα- από τη στιγμή που βρίσκεται σε ένα ξένο περιβάλλον. Ευφυΐα πάνω από όλα σημαίνει ικανότητα προσαρμογής. Όπως -λέγεται ότι- έλεγε κι ο Αϊνστάιν, όλοι είμαστε ιδιοφυΐες, όμως αν κρίνεις ένα ψάρι από την ικανότητά του να σκαρφαλώνει ένα δέντρο, (το ψάρι!) θα περάσει όλη του τη ζωή πιστεύοντας ότι είναι ηλίθιο. Επιστρέφοντας σε μένα, παραδέχομαι ότι νιώθω τελείως ηλίθια, κι ας ξέρω ότι σε γενικές γραμμές δεν είμαι. Είμαι όμως ηλίθια, στο πλαίσιο το οποίο μου απαιτεί να κατανοώ και να κρατάω σημειώσεις για να εξεταστώ σε μια γλώσσα, που όχι μόνο δεν είναι κοντά στη μητρική μου (όπως για παράδειγμα είναι για τους γείτονες Ιταλούς, οι οποίοι τα καταφέρνουν περίφημα με μαθήματα μιας βδομάδας), αλλά ούτε καν κατέχω σε επίπεδο για άρτια (άρτια όμως, όχι συμπληρωμένη με νοηματική) συνεννόηση σε κάθε καθημερινή περίσταση.



Η ανίκητη

Και ναι παιδιά, μπορεί η προηγούμενη ανάρτηση να είχε μπόλικο χιουμοράκι και coolness, όμως η αλήθεια είναι πως τα βρήκα σκούρα σήμερα. Γιατί δεν είναι μόνο η γλώσσα το πρόβλημά μου. Είναι κι η ανθρώπινη βλακεία, από την οποία δεν απαλλάσσεσαι, όσες χώρες κι αν αλλάξεις. Εκεί, βδέλλα. Να έχω τώρα τον κύριο Αποτέτοιο να παραδίδει μάθημα, να έχω κάνει τα αυτιά μου δορυφορικά πιάτα για να μπορέσω να αποκωδικοποιήσω τα ανδαλουσιανά και να κρατήσω καμιά σημείωση, και να έχω τη μαλακισμένη δυο σειρές παραπίσω να μην έχει βάλει γλώσσα μέσα. Κυριολεκτικά τους άκουγα στέρεο, στο ένα πιάτο αυτή, στο άλλο τον προφεσόρ. Γκρίνιαζε η πριγκιπέσα για το πόσο δύσκολο της φαίνεται το μάθημα, αν κατάλαβα καλά. Εμ βέβαια μωρή Σοράγια, αν κατάπιες γλιστρίδα για πρωινό το μάθημα σου φταίει! Κι έπειτα, έχεις και τους Ισπανούς, που ξεκάθαρα καμία επίγνωση δεν έχουν για το ότι η μισή τάξη παλεύει να βγάλει άκρη με τα βασικά, να κάνουν ερωτήσεις μέσα από τα δόντια τους, σχεδόν ψιθυριστά, λες και φοβούνται μην τους κλέψουμε το μυστικό για την κατασκευή της Φιλοσοφικής Λίθου τα ζούδια. Και βεβαίως, όταν κάποιος σε ρωτήσει κάτι χαμηλόφωνα, εσύ απαντάς εξίσου (αν όχι περισσότερο) χαμηλόφωνα. Ψυχολογικός νόμος. Άρα από συνεννόηση; Μηδέν εις το πηλίκον.

Θα μπορούσα να συνεχίζω να αναλύω τους λόγους για τους οποίους είναι φυσιολογικότατο να τρελαίνομαι κάτι τις από το στρες, όμως δεν αφορούν κανέναν στην τελική. Η ουσία είναι ότι με ετούτα και με εκείνα βρέθηκα αργάμισι το βράδυ να αποζητώ την οικογενειακή θαλπωρή για πρώτη φορά από τότε που έφυγα*. Με λίγα λόγια: θέλω τη μαμά μου. :(

Δε βαριέσαι, αύριο ξημερώνει μια νέα μέρα στην Ανδαλουσία. Τι μπορεί να πάει (πιο) στραβά;;





*Αντί να διαβάζω για την αυριανή παράδοση της Γνωσιακής Νευροεπιστήμης ή να φρεσκάρω κανά λεξιλόγιο στα ισπανικά ή ΕΣΤΩ να βλέπω Netflix μπας και μουδιάσει ο πουρές που έχω για εγκέφαλο.


Y.Γ.: Απ' ό,τι φαίνεται, ούτε όταν είμαι όντως σκατά δεν μπορώ να γράψω τελείως σοβαρά. Σ'χωράτε με. Και κυρίως στείλτε κανά σουβλάκι μπας και γιάνει η πληγή της καρδούλας μου.

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

3/09: Όλα του Erasmus δύσκολα (+emotional roller-coaster)



...
...

Κάθομαι μπροστά στην οθόνη κανά τέταρτο, η σοκολάτα που έφτιαξα για παρέα στο γράψιμο έχει κρυώσει, ο υπολογιστής μου απορεί με την τρελή που έχει μπλέξει και τον κοιτά σαν χάνος υπό μαστούρα. Εντάξει παιδιά, λίγη κατανόηση, έχω να γράψω κάτι αιώνες, αλλά ετούτος ο σκοπός εδώ είναι ιερός κάπως. Κι ας εξηγηθώ.

Πρώτα και κύρια γράφω για να εκφραστώ, σε δεύτερο επίπεδο για να μεταδώσω εμπειρίες και να αγγίξω ενδεχομένως όποιον είναι δεκτικός στο να αγγιχθεί, σε ένα τρίτο επίπεδο πιο επιφανειακό γιατί νιώθω ότι το κάνω ψιλοκαλά και παίρνω μια ψυχολογική ικανοποίηση κάνοντας κάτι που μου αρέσει και αρέσει μάλλον, σε κάποιους λιγοστούς, επίσης. Στους φίλους μου κυρίως. Ευτυχώς έχω πάνω από δύο. Εδώ όμως είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Αποφάσισα να γράψω για την ερασμίτικη εμπειρία για 2 βασικούς λόγους, πέρα από τους ήδη ειπωμένους:
α. για να έχω μια ζωντανή περιγραφή των όσων περνάω εδώ και να μου μείνουν όσο γίνεται πιο ζωντανά στη μνήμη.
β. για να ενθαρρύνω κι άλλα παιδιά να το τολμήσουν, παρά τις όποιες αναστολές. Γιατί ήδη βλέπω τα τεράστια οφέλη μιας τέτοιας εμπειρίας, κι ας είμαι μόλις 5 μέρες στην Ισπανία τη στιγμή που γράφονται αυτές οι σειρές.

Μετά από αυτή την άχαρη εισαγωγή, πάμε στο προκείμενο.


Πάτησα το ποδαράκι μου στην Ιβηρική Χερσόνησο νωρίς το πρωί της Τρίτης. Η πτήση ήταν φυσικά με ανταπόκριση, μέσω Βαρκελώνης, μιας και ποιος πάει στη Γρανάδα τόσο συχνά από Ελλάδα και τούμπαλιν ώστε να υπάρχει απευθείας;; (Άλλο που στην αρκετά κοντινή Μάλαγα υπάρχουν, παραμένει μυστήριο για μένα, ας με διαφωτίσει κάποιος γνώστης). Επίσης η πτήση ήταν μια πολύ βολική ώρα για ξενύχτηδες: 4 το πρωί. Πάλι καλά που έχτισα πρόγραμμα ύπνου γερό όλο το καλοκαίρι με το σερβιτοριλίκι στο μπαρ και δε με πείραξε.

Μια παρενθεσούλα εδώ για να περιγράψω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ξεκίνησα να ταξιδέψω εκείνη την Τρίτη.
1. Δούλευα όλο το καλοκαίρι πενθήμερο βράδυ, πράγμα που μεταξύ άλλων άφησε το στίγμα του στη μέση μου, τα πόδια μου, το ωράριο ύπνου μου, το ανοσοποιητικό μου (βλ. 2. ) και τα νεύρα μου. Ξή-με-ρώ-ματα μπαίνω στα παπλώματα.
2. Είμαι άρρωστη με μια βρογχίτιδα, που θα την έλεγε κανείς και διπολική, αφού μια πάει μια έρχεται, από αρχές του καλοκαιριού. Παλινδρόμησα 10 μέρες πριν φύγω, γιατί τι είναι ξεκούραση; Τι είναι ύπνος; Τι είναι σωστό φαγητό; Ποια είμαι, πού πάω;;
3. Το κορυφαίο, δυο μέρες πριν πετάξω κυριολεκτικά, μου έκλεψαν την τσάντα σε μπαρ της Αθήνας. Μέσα είχα: πορτοφόλι με ταυτότητα/δίπλωμα/2 χρεωστικές με τα λεφτά για το Εράσμους/κλειδιά αμαξιού/γυαλιά/πάσο/κάρτα για τα μέσα (με credits, puta madre)/ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΙΝΗΤΟ ΑΓΟΡΑΣΜΕΝΟ ΛΙΓΕΣ ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ ΣΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΟΥ ΜΕΤΗΝΑΠΟΔΕΙΞΗΜΕΣΑΚΑΙΜΙΑΘΗΚΗΔΩΡΟ  *ανασούλες ωωωωμμμ.......
και διάφορα άλλα τζιρτζιμάντζαλα που δεν είναι τόσο άξια αναφοράς. Και δεν πήρα ψυχοφαρμακάκια, θέλω να σημειωθεί αυτό.

Όπως νομίζω γίνεται αντιληπτό, δεν ήμουν και υπόδειγμα υγείας και καλής διάθεσης. Δε θα με μελετούσαν βρε παιδί μου σε κανένα κέντρο ως εξαιρετικό δείγμα ευεξίας κι ευζωίας. Δεν είχα ταυτιστεί περισσότερο με τον Τομ ποτέ πριν 😢



(spoiler alert, δεν τελείωσε εκεί η γκαντεμιά μου...)

Επιστρέφουμε στη μέρα της πτήσης, όπου αποχαιρετιέμαι με τους δικούς μου, τρέμει το φυλλοκάρδι μου εσωτερικά αλλά εξωτερικά το παίζω κουλ κι ανεξάρτητη γκόμενα που κάνει ταξίδι μόνη της τελείως φυσικά, άσχετο αν είναι η δεύτερη φορά που ταξιδεύω με αεροπλάνο και η δεύτερη φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό γενικά. Κουβαλάω τη βαλιτσάρα την 20κιλη η οποία βογκάει η έρμη (συμβουλή για άπειρους ταξιδευτές, γενικώς καλύτερα να πάρετε δυο βαλίτσες παρά μια τεράστια γκουμούτσα, εκτός αν είστε μόνοι όπως εγώ) και μια μικρότερη 10κιλη για χειραποσκευή και την τσάντα του λάπτοπ και τη δική μου τσάντα σαν μάρσιπο, κι έτσι κουνάμενη σεινάμενη (όχι, σερνόμουν παιδιά) πάω προς την πύλη μου. Αρχίζουν τα ευτράπελα όταν έχω ξεχάσει το ζώο μια λοσιόν στη χειραποσκευή και πρέπει να την ανοίξω. Η βαλιτσούλα ήταν όμως γεμάτη στο 110% (ελληνίδα Μάνα +φίλη Αθηνά πολύ έμπειρη από τέτοια --> θανατηφόρο combo) και παιδιά είχε σφηνώσει και δεν άνοιγε. Λέω πάει, αυτό ήταν εδώ θα μείνουμε, θα φωνάξουμε πυροτεχνουργό να την ανοίξουμε, αντίο Εράσμους αντίο Ισπανία αντίο ζωάρα αντίο τάπας. Με τα πολλά, τράβα από δω ο χριστιανός ο υπάλληλος, τράβα από κει η δικιά σου, ανοίγουμε τη ρημάδα, πετάμε τη λοσιόν (κρίμα και μου άρεσε). Συνεχίζουμε. Μπαίνουμε στο αεροπλάνο και μας λένε, περδόν σενιόρες/σενιόρας, δεν έχει χώρο το σαραβαλάκι μας, κάτω τις χειραποσκευές. Εκεί κάπου μου ακούστηκε εμένα ένα καμπανάκι, ξέρεις, πώς καμιά φορά έχεις ένα μικρό προαισθηματάκι σαν κουνούπι που σε αγγίζει φευγάτα αλλά δεν είσαι και σίγουρος αν σε άγγιξε αλλά τελικά σε έχει γαμήσει στο ρούφηγμα; Ε αυτό.

Αθήνα - Βαρκελώνη

Ξεκινάει με τα πολλά το ταξίδι, εγώ να έχω κάτσει διάδρομο, να έχω γκανιάξει εν τω μεταξύ με αυτή τη μαλακω-βρογχίτιδα και να θέλω νερό και να ντρέπομαι να ζητήσω απ' τις αεροσυνοδούς γιατί δεν ήθελα να μιλήσω ισπανικά... Κι άλλη παρένθεση εδώ, ένα Β1 έχω η καψερή στη γλώσσα, και οκ μπορώ να συνεννοηθώ αλλά παιδιά είχα τρομοκρατηθεί με όσα είχα ακούσει ότι δεν καταλαβαίνεις τον Χριστό σου εκεί και δε μιλάνε αγγλικά, και είμαι και λίγο τελειομανής, έχω και μια υποβόσκουσα κοινωνική φοβία (ξέρεις, αυτό που σκέφτεσαι ότι με το που ανοίξεις το στόμα σου θα δουν στο κούτελό σου το IQ σου να φωσφορίζει κι αυτό θα είναι λέει μονοψήφιο 😢 Τι, μόνο εγώ έχω τέτοιους εφιάλτες;) και τέλος πάντων νερό δεν ήπια 4 ώρες.

Βαρκελώνη -Γρανάδα

Φτάνουμε Βαρκελώνη, καθυστερημένα στο μεταξύ. Να γίνεται της πόρνης στο αεροδρόμιο και να έχω μόνο μια ώρα αναμονή μέχρι την πτήση για Γρανάδα. Το αεροδρόμιο της Βαρκελώνης ψιλοχαοτικούλι, τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε όπως ήμουν παραζαλισμένη από το αεροπλάνο και με την αγωνία ότι τώρα πρέπει να μιλήσω τη γαμωγλώσσα γιατί αλλιώς θα χάσω την πτήση μου... Ευτυχώς οι υπάλληλοι στα αεροδρόμια γενικώς μιλάνε αγγλικά, οπότε ρώτησα τι κάνω ρε παιδιά με τη χειραποσκευή. Η υπάλληλος μου είπε ότι αν πήγαινα να την πάρω, λόγω του ότι γίνεται ματωμούνι (δεν μου το είπε έτσι ακριβώς, δημιουργική προσθήκη, συγνώμη στους μαθητές μου αν με διαβάζουν!), θα έχανα την πτήση. Επομένως έπρεπε να μπω κανονικά και να πάω να τη ζητήσω από το τμήμα Claims στο αεροδρόμιο της Γρανάδας. Και για να την παραλάβω, όπως ενημερώθηκα, ε θα έπαιρνε καμιά μερούλα μωρέ. Δεύτερο καμπανάκι κάπου εδώ, χαλαρή όμως η δικιά σου, το ζούσε μόνη της στο μυαλό της το ισπανικό όνειρο, ποιος τη χέζει τη βαλίτσα; Μπαίνω τέλος πάντων στο αεροπλάνο με τα πολλά -στο οποίο για να πάμε μπήκαμε σε λεωφορειάκι, τόσο μεγάλο είναι εκείνο το αεροδρόμιο-, κάθομαι παραθυράκι και κάπως έτσι έχουμε την πρώτη φωτό από ισπανικό έδαφος.


Από τη Βαρκελώνη πάλι φεύγουμε με αρκετή καθυστέρηση, γύρω στη μια ώρα. Το ταξίδι γενικώς τελειωμό δεν είχε, εγώ όμως σιγά σιγά χαλάρωνα, αφού άφηνα πίσω μου έγνοιες και προβλήματα και ένιωθα τη νέα μου ζωή, (well, αν μπορείς να πεις ζωή τους 6 μήνες του Εράσμους), να πλησιάζει με γοργά βήματα. Στο αεροδρόμιο της Γρανάδας με περίμενε η μέντοράς μου, η Ελίσα. Για όσους δεν γνωρίζουν, υπάρχει κάτι που λέγεται buddy system (ή program)  και λειτουργεί υποστηρικτικά στους φοιτητές που πηγαίνουν Εράσμους. Εάν ένας φοιτητής συμμετάσχει στο buddy program, αυτό σημαίνει ότι θα έχει στη χώρα υποδοχής του έναν μέντορα, έναν φοιτητή δηλαδή από τη χώρα αυτή ο οποίος έχει ως έργο να τον βοηθήσει να προσαρμοστεί τις πρώτες του μέρες. Μεταξύ άλλων που μπορεί να κάνει ο εθελοντής-μέντορας, είναι και να παραλάβει τον άβγαλτο buddy του από το αεροδρόμιο. Και πάλι καλά που είχα την Ελίσα, κι είχαμε μιλήσει και λίγο πριν πάω, γιατί αλλιώς θα ήμουν σαν νήπιο την πρώτη του μέρα στον παιδικό. Χωρίς νηπιαγωγό. Και χωρίς γονείς. Και με αυτισμό. Γιατί πραγματικά η αγωνία μου όταν πάτησα το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Γρανάδας -που παρεμπιπτόντως, σε σύγκριση με της Βαρκελώνης, είναι σαν το βλαχάκι από το χωριό να ήρθε στην Αθήνα και να βγήκε με την κυριλέ τύπισσα από τα ΒΠ, τέτοια αντίθεση μιλάμε- δεν περιγράφεται.

Θα πάει μακριά αυτή η βαλίτσα;

Το πρώτο πράγμα που κλήθηκα να κάνω φυσικά φτάνοντας ήταν να πάω να περιμένω τις βαλίτσες μου. Περιμένω, περιμένω, περιμένω... Πουθενά τα μπαγκάζια μου. Και οκ, η μια ξέραμε ότι μάλλον δε θα έρθει ποτέ μιας και θα έπρεπε να τη ζητήσω από τα claims. Το θέμα είναι ότι δεν εμφανίστηκε ποτέ ούτε η μεγάλη. Που υποτίθεται θα πήγαινε κατευθείαν. Ούτε στο δίπλα διάδρομο που μας παρέπεμψαν για τις πτήσεις από ανταπόκριση εμφανίστηκε. Για καλή μου τύχη, μες στην ατυχία μου, υπήρχε μια κυρία από τη Λατινική Αμερική, επίσης στην πτήση από Αθήνα, όπου έπαθε ακριβώς το ίδιο με μένα. Την ακολούθησα λοιπόν κατά πόδας κι έκανα ό,τι έκανε. Καλά τα ισπανικά δε σας συζητώ. Το γενικό κλίμα έπιανα κι αυτό με τη βοήθεια των εκφράσεων και των χειρονομιών. Δηλώνω τέλος πάντων ότι δεν έχω πράγματα, δίνω περιγραφή, δίνω στοιχεία, τηλέφωνα, διευθύνσεις, και μου λέει αν κατάλαβα καλά -ακόμα αμφιβάλλω αν τα έπιασα σωστά- ότι θα μου τηλεφωνήσουν ως το βράδυ κι αν δεν, να τηλεφωνήσω εγώ το επόμενο πρωί. Ωραία λέω, θα φύγω αεράτη από το αεροδρόμιο για το σπίτι, δε θα κουβαλάω κιόλας, κιουρία. 

Με γιάμο Αριάννα 

Μπαίνω στο λεωφορείο με την Ελίσα, η οποία είναι μια πολύ γλυκιά και χαμογελαστή κοπέλα που όμως μιλάει εξαιρετικά γρήγορα και "μασημένα" για τα δεδομένα μιας noob όπως εγώ. Είναι χαρακτηριστικό της Ανδαλουσίας γενικά το κόψιμο των λέξεων στο τέλος, από όσο έχω καταλάβει, πράγμα μου προσθέτει έξτρα πόντους άγχους στο ήδη επιβαρυμένο μου μυαλό. Ενώ λοιπόν όσο μιλούσαμε μέσω Messenger με την Ελίσα είχα ρίξει πολύ γέλιο, γιατί είχα όλο τον χρόνο να ψάξω λέξεις στο λεξικό και καταλάβαινα πλήρως τι έλεγε (κι είχε και πολλή πλάκα και μπορούσα κι εγώ να ξεδιπλώσω το αστείρευτο χιούμορ μου ελεύθερα-εντάξει σκάω), από κοντά η κατάσταση ήταν κάπως πιο περίπλοκη. Έτσι κυρίως περιορίστηκα στο να χαμογελάω αμήχανα, ναι ναι χαχα, sí, claro... 

Να πω εδώ ότι θυμήθηκα τη συμβουλή του δασκάλου και φίλου μου, Ηλία, ο οποίος με παρότρυνε να μη φοβηθώ να κάνω λάθη όταν μιλάω. Είναι αρκετά εύκολο, όπως διαπίστωσα, να κλειδωθείς και να μην προσπαθείς να ανοίξεις κουβέντα, ακριβώς επειδή έχεις αυτή την ανασφάλεια της γλώσσας και νιώθεις ότι δεν μπορείς να συμμετάσχεις. Το ένιωσα να το παθαίνω μερικές φορές, ειδικά τις πρώτες δυο μέρες. Όταν όμως αρχίσεις να γνωρίζεις άλλα άτομα, από διάφορες χώρες, που κι αυτά ψιλοζορίζονται με τα Ισπανικά ακόμα αλλά το παλεύουν, κι όταν δεις ότι τελικά μια χαρά συνεννοείστε, θα καταλάβεις ότι τελικά είναι κυριολεκτικά θέμα ημερών να εξοικειωθείς. Ένα από τα πιο όμορφα συναισθήματα το βιώνεις όταν για πρώτη φορά κάνεις αυθεντική πλάκα με κάποιον σε μια γλώσσα που δεν είναι δικιά σου και γελάτε κι οι δυο. Αλλά σε αυτά θα περάσω σε επόμενη ανάρτηση. 


La casa (όχι de papel) και ο σπιτονοικοκύρης

Παίρνω το λεωφορείο λοιπόν (3 ευρώ από το αεροδρόμιο για το κέντρο, και μια χαρρρά) και πάω καρφί για να βρω το σπίτι. Λοιπόν το σπίτι αυτό δεν είναι ακριβώς σπίτι, αλλά πιο πολύ ξενοδοχείο, και ταλαιπωρήθηκα λιγάκι για να το κλείσω. Είχα βρει μια σελίδα, ονόματι Erasmusu, η οποία έχει αγγελίες για σπίτια και δωμάτια για φοιτητές Erasmus. Είχα ψάξει πριν κάτι μήνες εγώ, είχα βρει διάφορα ενδιαφέροντα σπιτάκια, αλλά ως κλασική αναβλητική το άφησα για να το κλείσω ένα μήνα πριν. Αποτέλεσμα, να κλείνω το σπίτι που βρήκα αρχικά μέσω της πλατφόρμας του Erasmusu, αλλά να ενημερώνομαι δυο μέρες μετά ότι δυστυχώς δεν είναι διαθέσιμο (πριν κλείσεις ένα σπίτι, πρέπει να επικυρωθεί από τον σπιτονοικοκύρη). Ακολουθεί μια σειρά από αλλεπάλληλα email μεταξύ εμού και της σελίδας, όπου μου προτείνουν διάφορα άλλα σπίτια, το ένα μου ξίνιζε το άλλο μου βρώμαγε, όπου τελικά με τα πολλά καταλήγουμε στο τσαρδί του κύριου Μαρτίν. Βλέπω εγώ ένα οίκημα με 14 υπνοδωμάτια (θυμίζω όμως ότι λειτουργεί ως ξενοδοχείο ουσιαστικά), το καλό είναι όμως ότι έχω δικό μου μπάνιο, και επίσης νιώθω στο σβέρκο μου την ανάσα της αστεγίας οπότε λέω πάμε, κλείστο γιατί σε βλέπω στο δρόμο. 

Φτάνω με την Ελίσα στον κύριο Μαρτίν. Πρώτος όροφος, απέναντι από το εντυπωσιακό κτίριο των Καλών Τεχνών της Γρανάδας κι έναν φοβερό κήπο τον οποίο ακόμα δεν έχω επισκεφτεί. Η πρώτη εντύπωση από την πόλη είναι ότι τα πιο πολλά κτίρια είναι φτιαγμένα με τούβλο και με ζεστά χρώματα, πράγμα που την κάνει κατευθείαν αρκετά φιλόξενη. 

Η σχολή Καλών Τεχνών. Φοίνικες παντού γενικά στην πόλη!

Ο κύριος Μαρτίν είναι ένας πολύ γλυκός άνθρωπος γύρω στα 60+, χαμογελαστός κι ευτυχώς Παναγία μου τον καταλαβαίνω όταν μιλάει! Ξέρει κι αγγλικά, μιας κι έχει ζήσει 20 χρόνια στην Καλιφόρνια, επομένως αμέσως νιώθω πιο άνετα. Το ξενοδοχείο πεντακάθαρο, με έπιπλα ξύλινα γυαλιστερά, ένας χώρος που μυρίζει καθαριότητα και αποπνέει μια αίσθηση αρχοντικής παλιομοδίλας. Συζητάμε λίγο τα οικονομικά, μου λέει ότι προσωρινά θα μείνω σε δωμάτιο του ξενοδοχείου μέχρι την 1η Οκτωβρίου, μετά όμως θα μετακινηθώ σε ένα chalet (σπίτι δηλαδή) μαζί με άλλες 3 κοπέλες. Του λέω για τις βαλίτσες μου, προσφέρεται ο γλυκούλης να με βοηθήσει να βγάλω άκρη μιας και με βλέπει τέρμα ψαρωμένη. Πράγματι, έκανε αυτός όλες τις επικοινωνίες με την εταιρεία. 

Πού είναι οι βαλίτσες, οέο;

Για να μην σας αφήνω σε αγωνία με το θέμα των αποσκευών, η μια μου βαλίτσα έφτασε Τετάρτη μεσημέρι και η άλλη Παρασκευή πρωί. Επειδή εγώ ήμουν χάπατο και δεν κινητοποιήθηκα νωρίτερα, έχασα τη δυνατότητα να αποζημιωθώ για την καθυστέρηση. Όμως, αν σας τύχει κάτι τέτοιο, τουλάχιστον στην Ισπανία από ό,τι ενημερώθηκα (εξαρτάται όμως λογικά από την εταιρεία), δικαιούστε χρήματα για τα προσωπικά αντικείμενα που χρειάστηκε να αγοράσετε μέχρι να έρθουν τα δικά σας. Φυσικά κρατάτε αποδείξεις για αυτά, ώστε να τα δώσετε στην εταιρεία και να σας αποζημιώσει. Ο κύριος Μαρτίν με ενημέρωσε ότι είναι 50 ευρώ για κάθε μέρα! Εγώ, επειδή η πρώτη βαλίτσα που ήρθε ήταν η βασική μου κι είχε όλα τα απαραίτητα μέσα, δεν χρειάστηκε να αγοράσω ρούχα (ευτυχώς είχα μια αλλαξιά στην τσάντα μου παιδιά, αλλιώς θα το ζούσα ασκητικά). 

Αφού τακτοποίησα τα λιγοστά μου πράγματα στο δωμάτιό μου -το οποίο έχει όλα τα απαραίτητα, κρεβάτι υπεράνετο αν και μονό, γραφείο, ανεμιστήρα, ντουλαπάρα συγκλονιστική - πήρα την Ελίσα και πήγαμε σε ένα μαγαζί λίγο πιο κάτω για tapas. 

Tapas λέω και κλαίω

Αχ, τα tapas. Μια φιλοσοφία ζωής πραγματικά. Ίσως ο βασικός λόγος για τον οποίο θα έμενα εδώ για πάντα. Οι τύποι το έχουν αναγάγει σε επιστήμη: παραγγέλνεις να πιεις κάτι, μπορεί να είναι και εμφιαλωμένο νερό -που παρεμπιπτόντως είναι πανάκριβο!- και σου φέρνουν κάτι να τσιμπήσεις, συχνά σαντουιτσοειδές. Το καλύτερο: μπορείς να διαλέξεις τι ακριβώς θες... Το καλυτερότερο: δεν το πληρώνεις! Πας δηλαδή, παίρνεις μια μπύρα ή μια σανγκρία (tinto de verano --> κρασί του καλοκαιριού, δηλαδή κρασί με λεμόνι και πάγο, σούπερ δροσιστικό), δίνεις από 2.5 ως 3.5 ευρώ περίπου, και τρως κιόλας. Είναι να μην τους αγαπάς; Είναι να μην πίνεις επίσης τα πάντα από τη στιγμή που τρως και τα πάντα; Στο μεταξύ, είναι αρκετά σύνηθες σε πολλά μαγαζιά με tapas να έχουν συνδυασμούς: πχ. παίρνεις μια μπύρα ποτήρι (jarra) και μαζί 2 ειδών tapas (φυσικά διαλέγεις, ενώ συνήθως έχει και πολλές επιλογές). 

Στο πρώτο μαγαζί λοιπόν που έκατσα πήρα μπύρα και μαζί ήρθε ένα σαντουιτσάκι με κρέας και μια κιτρινωπή σάλτσα + πατατάκια. Στη δεύτερή μας γύρα με την Ελίσα πήραμε γαρίδες (πολλές άγνωστες λέξεις στον κατάλογο, έτσι το έπαιξα safe) οι οποίες όμως ήρθαν στην πιο απίθανη μορφή: τηγανίτας! Αφού στην αρχή δεν ήμασταν σίγουρες αν έφεραν το σωστό πιάτο. Ήταν κάτι σαν μεγάλος κολοκυθοκεφτές οπτικά, όμως από γαρίδα. Γιάμι! (Φωτογραφία την επόμενη φορά, ήμουν αφοσιωμένη στο να το απολαύσω σε εκείνη τη φάση)

Μετά από λίγο, αφού έχω κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να συζητήσω με την Ελίσα για διάφορα, ήρθε και μας βρήκε ο κύριος Μαρτίν, ο οποίος μας κέρασε και προσωπικά μου γλύκανε την πρώτη μου μέρα εδώ. Στη συνέχεια πήρα τη σιέστα μου για να τιμήσω τους φίλους μας τους Ισπανούς. 

Συλλογισμοί

Ξύπνησα βραδάκι, βρήκα το μόνο σουπερμάρκετ που ήταν ανοιχτό στις 9 το βράδυ (μέχρι τις 10, πολύ τίμιο!), πήγα πήρα δυο πράγματα να έχω να πλυθώ και να τσιμπήσω και γύρισα σπίτι λίγο αποκαμωμένη. Η αίσθηση όμως του να περπατάς για πρώτη φορά σε μια νέα πόλη, σε μια νέα χώρα, μόνη, να βλέπεις και να παρατηρείς κάθε μικρή λεπτομέρεια λες και γεννήθηκες εκείνη τη μέρα, είναι κάτι που δύσκολα περιγράφεται. Στον αέρα αναπνέεις τις αμέτρητες πιθανότητες μιας ζωής διαφορετικής. Οι οποίες, να λέμε την αλήθεια, υπάρχουν και στην Ελλάδα. Είναι απλώς πολύ ευκολότερο να τις αφουγκραστείς όταν βρίσκεσαι σε ένα διαφορετικό περιβάλλον κι έχεις τόσα να ανακαλύψεις. Γι' αυτό όμως λένε ότι βοηθάνε τα ταξίδια: λόγω της μετατόπισης της οπτικής. Είναι πανεύκολο να νιώσεις εγκλωβισμένος στην πόλη σου, όπως και ένιωσα πράγματι λιγάκι φέτος. Και αυτό συσκοτίζει πολύ το νου, σε κρατάει πίσω. Είμαστε πλασμένοι για να μετακινούμαστε, για να ανοίγουμε τα φτερά μας και να κατακτάμε νέους ορίζοντες, νέους τόπους, νέους ανθρώπους.


Το πρώτο μου ηλιοβασίλεμα εδώ.
Αχ να είχα λίγο καλύτερη κάμερα!

Η πρώτη μου μέρα έκλεισε γλυκοκουρασμένα, με το σώμα μου να βουλιάζει στο κρεβάτι. Λίγο πριν κοιμηθώ συνειδητοποίησα ότι έχω στην τσάντα του λάπτοπ ένα τετράδιο, ίσως το πολυτιμότερο πράγμα που πήρα μαζί μου (μετά τα εσώρουχα). Όχι ό,τι κι ό,τι τετράδιο όμως ε; Ένα γαμάτο τετράδιο διαλεγμένο και γεμισμένο αγάπη από γαμάτους ανθρώπους, με πρωτοβουλία της αδερφής μου η οποία οργάνωσε έκπληξη για χάρη μου πριν φύγω.


Στο μεταξύ λες και το διάλεξαν να ταιριάζει με το στυλ της Γρανάδας (πολλά μοτίβα αραβικά λόγω Αραβοκρατίας)

Η έκπληξη (αναδρομούλα)

Φανταστείτε τώρα την τρελή υποφαινόμενη, σκασμένη από την φρέσκια κλοπή, να τρώει χωρίς όρεξη (ΣΠΑΝΙΟ) σε τοπικό σουβλατζίδικο και να αγχώνεται πώς θα ταξιδέψει, και ξαφνικά, να σκάει ένα μπούγιο με τους πιο πολλούς από τους καλούς της φίλους. Κλάμα η δικιά σου... Αυτό δυο μέρες πριν πετάξω. Μου έφτιαξαν μια απίστευτα σκατένια μέρα και με όπλισαν με πολλή υπομονή και δύναμη για το επερχόμενο ταξίδι. Τι θα ήμουν χωρίς όλους αυτούς; Τίποτα. 

Προχωράμε. Μέρος της έκπληξης λοιπόν ήταν κι αυτό το τετράδιο, που μουλωχτά μου έχωσε η αδερφή στα πράγματά μου και κάποιος φώτισε τη μάνα μου να του αλλάξει θέση πριν φύγω και να το βάλει στη τσάντα του λάπτοπ. Κάπως έτσι έγινε το φυλαχτό μου και το βάλσαμό μου την πρώτη μου νύχτα στη Γρανάδα. Μέσα σε αυτό περιλαμβάνονται ευχές και υπέροχες κουβέντες από τους αγαπημένους μου, γονείς και φίλους. Ενδεικτικά:




Η αγαπημένη μου Βανέσα και η ανάπηρη κολλητή μου (που ποτέ δε γράφει όνομα)

Ο δυσλεκτικός κολλητός μου που με έκανε να κλάψω από τα γέλια

Και κάπως έτσι πέφτω να κοιμηθώ, τρελά συγκινημένη, ενθουσιασμένη και φοβισμένη, αλλά ανυπόμονη για την επόμενη μέρα που επρόκειτο να περιλαμβάνει την πρώτη μου επαφή με τη σχολή. Να σημειωθεί ότι την Τετάρτη εκείνη, εγώ, μια νυχτοπεταλούδα, μια νυχτερίδα, μια κουκουβάγια, ξύπνησα 8 μόνο και μόνο για να είμαι σίγουρη ότι δε θα αργήσω στη σχολή. ΕΓΩ που αργώ σε όλα, πάντα και παντού. Και κατάφερα και έφτασα εκεί και ένα τέταρτο νωρίτερα! Αλλά τα υπόλοιπα σε επόμενη ανάρτηση... Καλή ξεκούραση στα ματάκια σας!